- μεϊντάνι
- τό1) площадь; майдан (обл ); 2) ровное, открытое место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεϊντάνι — το 1. πλατεία πόλης ή χωριού 2. ομαλό ανοιχτό μέρος, πλάτωμα, αλώνι 3. φρ. «βγαίνω στο μεϊντάνι» φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στη δημοσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meydan] … Dictionary of Greek
μεϊντάνι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. η πλατεία, ομαλό ανοιχτό μέρος. 2. φρ., «Βγήκε στο μεϊντάνι», κάνει άσωτη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Λουτράκι — I Παράλια πόλη (υψόμ. 51 μ., 11.383 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, στους πρόποδες των Γερανείων ορέων. Αποτελεί έδρα του δήμου Λουτρακίου Περαχώρας. Η περιοχή είναι γνωστή για το ξηρό κλίμα της καθώς και… … Dictionary of Greek
maidan — MAIDÁN, maidane, s.n. Teren deschis, loc viran situat în interiorul sau la marginea unei localităţi. ♢ expr. (pop.) A scoate (sau a ieşi) la maidan = a scoate sau a ieşi la vedere; a (se) arăta, a (se) face cunoscut. A bate maidanul ( sau… … Dicționar Român